- παραμετρώ
- παραμετρῶ, έω, ΝΑμετρώαρχ.1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα3. μετρώ με ειδικό μέτρο4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω7. διαβάζω με προσοχή8. διέρχομαι, περνώ κατά μήκος9. μετρώ την απόσταση πέρα από έναν τόπο10. (μέσ. και παθ.) παραμετροῡμαι, -έομαια) συγκρίνω τον εαυτό μου με κάτι άλλοβ) παθ. παραβάλλομαι, συγκρίνομαιγ) κατορθώνω να μετρηθεί κάτιδ) προμηθεύω σύμφωνα με ειδικά μέτρα11. (η μτχ. ουδ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ παραμετρούμενοναυτό προς το οποίο γίνεται η σύγκριση.
Dictionary of Greek. 2013.